- κεφαλαιωταί
- κεφαλαιωτήςcapitulariusmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεφαλαιῶται — κεφαλαιόω bring under heads pres subj mp 3rd sg κεφαλαιόω bring under heads pres ind mp 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CEPHALAEOTAE — Graece Κεφαλαιῶται, in l. 6. Cod. Theod. de Patroc. et. Exactores sunt capitationis … Hofmann J. Lexicon universale
κεφαλαιωτής — κεφαλαιωτής, οῡ, ὁ (ΑΜ) [κεφαλαιώ] στον πληθ. οι κεφαλαιωταί, οι κεφαλές, οι αρχηγοί, οι πρώτοι αρχ. γραμματέας ή ταμίας ενός συντεχνιακού ομίλου γαιοκτημόνων ή τεχνιτών, π.χ. φοροσυλλέκτης, στρατολόγος κ.λπ … Dictionary of Greek